κυλινδρικός

κυλινδρικός
-ή, -ό (AM κυλινδρικός, -ή, -όν) [κύλινδρος]
1. αυτός που μοιάζει με κύλινδρο, αυτός που έχει σχήμα κυλίνδρου
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κύλινδρο. Επιρρ. κυλινδρικά και -ώς (Α κυλινδρικῶς)
με κυλινδρικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυλινδρικός — cylindrical masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλινδρικός, -ή — ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχήμα κυλίνδρου: Έχει κυλινδρική επιφάνεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυλινδρικά — κυλινδρικός cylindrical neut nom/voc/acc pl κυλινδρικά̱ , κυλινδρικός cylindrical fem nom/voc/acc dual κυλινδρικά̱ , κυλινδρικός cylindrical fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλινδρικῶν — κυλινδρικός cylindrical fem gen pl κυλινδρικός cylindrical masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλινδρικόν — κυλινδρικός cylindrical masc acc sg κυλινδρικός cylindrical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλινδρικαί — κυλινδρικός cylindrical fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλινδρικοῦ — κυλινδρικός cylindrical masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλινδρικῆς — κυλινδρικός cylindrical fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλινδρικῇ — κυλινδρικός cylindrical fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλινδρική — κυλινδρικός cylindrical fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”